|
Τίποτε
από όλα αυτά δεν στερεί
από τον κόσμο την
τεχνική του ικανότητα να
απανθρακοποιήσει μεγάλο
μέρος της οικονομίας
του. Από αυτήν την
άποψη, τα πράγματα δεν
έδειχναν ποτέ καλύτερα.
Το κόστος της καθαρής
ενέργειας μειώνεται,
καθώς η ζήτησή της
συνεχίζει να αυξάνεται.
Το
πρόβλημα είναι η
πολιτική. Πολλοί
άνθρωποι δεν πιστεύουν
ότι οι αυστηροί στόχοι
για «καθαρό μηδέν» με
τους οποίους ορισμένες
κυβερνήσεις έχουν
συνδέσει τις κλιματικές
πολιτικές τους είναι
προς το συμφέρον τους -ή
ότι θα αποφέρουν οφέλη
σε οποιονδήποτε άλλον.
Κάποιοι πιστεύουν ότι
τους κοροϊδεύουν, και
ότι πληρώνουν πολλά
χρήματα για να επιτύχουν
κακούς στόχους, τη
στιγμή που επιχειρήσεις
και άνθρωποι αλλού
εκλύουν διοξείδιο του
άνθρακα, αδιαφορώντας
κατάφωρα για τις
προσπάθειες. Βλέποντας
μια όλο και πιο ισχυρή
Κίνα να εκπέμπει
περισσότερα απ’ ό,τι η
Ευρώπη και η Αμερική
μαζί, οι δυτικοί
ψηφοφόροι δυσανασχετούν.
Το
επιστημονικό σκεπτικό
για το καθαρό μηδέν
είναι ισχυρό. Για να
σταματήσει η
υπερθέρμανση πρέπει να
σταματήσει η αύξηση του
επιπέδου των αερίων του
θερμοκηπίου στην
ατμόσφαιρα. Αυτό
σημαίνει είτε έναν κόσμο
χωρίς τέτοιες εκπομπές
είτε έναν κόσμο που θα
αφαιρεί από την
ατμόσφαιρα τόσα αέρια
του θερμοκηπίου όσα
εισάγει (το «καθαρό» στο
καθαρό μηδέν). Η λογική
είναι αναπόφευκτη. Η
πολιτική λογική είναι
επίσης σαφής. Το να λέμε
ότι θα πετύχουμε το
καθαρό μηδέν μέχρι μια
συγκεκριμένη ημερομηνία
είναι ένας συγκεκριμένος
στόχος, εύκολα
διατυπωμένος. Οι
σκληροί, φιλόδοξοι
στόχοι έχουν
πλεονεκτήματα: ποτέ δεν
ξέρεις με βεβαιότητα τι
μπορεί να γίνει μέχρι να
προσπαθήσεις.
Ωστόσο,
η επίτευξη του καθαρού
μηδενός στο εγγύς μέλλον
απαιτεί γρήγορες, βαθιές
και επώδυνες μειώσεις
των εκπομπών. Για τις
χώρες που δεν έχουν
ακόμη δει μείωση των
εκπομπών -που παγκοσμίως
είναι οι περισσότερες-,
οι πιο απότομες
περικοπές θα πρέπει να
γίνουν πολύ νωρίς. Σε
πολλές περιπτώσεις,
τέτοια σενάρια είναι
ελάχιστα φυσικά εφικτά,
πόσω μάλλον πολιτικά.
Εάν ένας
στόχος είναι τόσο
δύσκολος που δεν μπορεί
να κερδίσει τη
συναίνεση, τότε πρέπει
να αλλάξει. Αλλά πώς; Αν
οι πλούσιες χώρες
εγκαταλείψουν τους
αυστηρούς στόχους του
καθαρού μηδέν, μια
τέτοια κίνηση θα
αποθαρρύνει τους
Πράσινους, θα
ενεργοποιήσει τους
μηδενιστές του κλίματος
και θα καταστήσει πιο
δύσκολες τις λογικές
μεταρρυθμίσεις. Το
καλύτερο θα ήταν να
βρούμε τρόπους να
διευκολύνουμε αυτούς
τους στόχους και να τους
εντάξουμε στην κατηγορία
«των κατευθυντήριων
γραμμών». Εκείνοι που
πιστεύουν ότι όλα τα
προβλήματα μπορούν να
λυθούν με «περισσότερη
πολιτική βούληση» θα
αντισταθούν, αλλά όπως
είπε κάποτε ένας
διάσημος Γερμανός με
σιδερένια θέληση, η
πολιτική είναι η τέχνη
του εφικτού.
Ορισμένοι πολιτικοί το
καταλαβαίνουν. Ο
Mark
Carney,
πρωθυπουργός του Καναδά
και οικονομολόγος,
θεωρεί ότι, σε πολλές
περιπτώσεις, ο πιο
αποτελεσματικός τρόπος
για τη μείωση των
εκπομπών αερίων του
θερμοκηπίου είναι η
φορολόγησή τους. Ωστόσο,
πολλοί ψηφοφόροι μισούν
τέτοιους φόρους, γι’
αυτό και έσπευσε να
ακυρώσει τις πτυχές του
συστήματος τιμολόγησης
των εκπομπών διοξειδίου
του άνθρακα του Καναδά
που τους επηρεάζουν
άμεσα.
Αντί να
χρεώνουν τη ρύπανση,
πολλές κυβερνήσεις
επιδοτούν την αποφυγή
της. Ορισμένες
επιδοτήσεις έχουν
αποδώσει καρπούς. Η
πρόσθετη ζήτηση έχει
οδηγήσει στον ενάρετο
κύκλο μεγαλύτερων
ποσοτήτων και
χαμηλότερων τιμών που
οδηγεί στην αύξηση της
διαθεσιμότητας και την
μείωση κόστους της
αιολικής και ηλιακής
ενέργειας, αλλά και των
μπαταριών. Το κόστος
είναι τώρα τόσο χαμηλό,
που η αμείωτη ζήτηση θα
το οδηγήσει ακόμα
χαμηλότερα. Αυτό λίγο
πολύ εγγυάται μια
αυξανόμενη απεξάρτηση
από τον άνθρακα, ό,τι κι
αν συμβεί. Ακόμα και η
Αμερική μετά το
Big-Beautiful-Bill
θα δει τις εκπομπές της
να συρρικνώνονται, αν
και πιο αργά απ’ ό,τι θα
μπορούσαν.
Παρ’ όλα
αυτά, οι επιδοτήσεις
εξακολουθούν να
στρεβλώνουν τις αγορές
και να μειώνουν τις
εκπομπές λιγότερο φτηνά
από ό,τι θα έκανε
κανονικά μια τιμή
άνθρακα. Έτσι, είναι
λογικό να χρεώνουμε τις
εκπομπές όταν αυτό είναι
πολιτικά εφικτό (για
παράδειγμα, όταν δεν
επηρεάζει άμεσα τους
ψηφοφόρους). Οι
κυβερνήσεις θα πρέπει
επίσης να καταργήσουν
τις πολλές επιδοτήσεις
που βλάπτουν το κλίμα,
όπως αυτές που
εξακολουθούν να
εφαρμόζονται στα ορυκτά
καύσιμα.
Θα
πρέπει να προσπαθήσουν
περισσότερο να μειώσουν
τον πόνο που προκαλείται
όταν η απανθρακοποίηση
αφορά πολλούς απλούς
ανθρώπους. Μην τους
εκφοβίζετε να αγοράζουν
αντλίες θερμότητας όταν
υπάρχουν ελάχιστοι
τεχνικοί να τις
εγκαταστήσουν. Μπορείτε
να διευκολύνετε τη
μετάβαση στα ηλεκτρικά
αυτοκίνητα,
κατασκευάζοντας υποδομές
φόρτισης και
επιτρέποντας φθηνές
εισαγωγές από την Κίνα.
Εφαρμόστε την ίδια
λογική μείωσης του πόνου
στην προσαρμογή. Η
Marine
Le
Pen,
η κορυφαία λαϊκίστρια
της Γαλλίας, άγγιξε μια
ευαίσθητη χορδή όταν
παραπονέθηκε ότι η ελίτ
της Γαλλίας είχε
κλιματισμό, αλλά οι
μάζες της όχι.
Όσο ο κ.
Trump
είναι επικεφαλής, η
Αμερική θα παίξει έναν
ασυνήθιστο ρόλο: ως
προειδοποιητικό
παράδειγμα. Ορισμένες
πολλά υποσχόμενες
τεχνολογίες καθαρής
ενέργειας, όπως η
προηγμένη γεωθερμία και
ενδεχομένως ακόμα και η
σύντηξη, έχουν πλέον
διακομματική υποστήριξη.
Βέβαια, ο πόλεμος του κ.
Trump
κατά της δράσης για το
κλίμα θα αφήσει τη χώρα
σε χειρότερη θέση. Σε
μια εποχή που η ζήτηση
για ενέργεια αυξάνεται
συνεχώς, ενώ μέρος της
καταναλώνεται στην
τροφοδοσία της Τεχνητής
Νοημοσύνης -μια
προτεραιότητα εθνικής
ασφάλειας- οι τιμές θα
αυξηθούν. Οι προσπάθειες
για τη δημιουργία μιας
αμερικανικής βιομηχανίας
Ανανεώσιμων Πηγών
Ενέργειας που θα
ανταγωνίζεται την
κινεζική, θα
φυλλορροήσουν.
Οι
ψηφοφόροι σε όλο τον
κόσμο προτιμούν έναν
καθαρότερο κόσμο και ένα
ασφαλές μέλλον, από ένα
αβέβαιο αύριο γεμάτο
κινδύνους. Αυτή η
προσδοκία είναι πιο
ισχυρή από κάθε μακρινό,
θεωρητικό στόχο. Όταν οι
άνθρωποι αισθάνονται ότι
συμμετέχουν σε μια κοινή
πορεία προς την πρόοδο,
τα αποτελέσματα δεν
αργούν να φανούν. Η
προοπτική απεξάρτησης
από τις διακυμάνσεις
στις τιμές των ορυκτών
καυσίμων λειτουργεί
επίσης ως ισχυρό
κίνητρο. Η «τέχνη του
εφικτού» ίσως μοιάζει
κοινότοπη, αλλά μια
πολιτική που αναδεικνύει
νέες δυνατότητες μπορεί
να δώσει στην πολιτική
για το κλίμα σταθερό
έδαφος και να
δημιουργήσει πραγματική
ελπίδα. Αυτό θα πρέπει
είναι το καθήκον των
υπερασπιστών του
κλίματος.
Πηγή:
The Economist
|